- στοίχηση
- η / στοίχησις, -ήσεως, ΝΑ [στοιχώ]νεοελλ.σχηματισμός σε ευθεία γραμμήαρχ.η κατά τη μετρική τάξη διάταξη ποιητικού κειμένου σε στίχους («τινὰ ποιήματα οὐ μόνον ἐμμέτρως γέγραπται, ἀλλὰ καὶ μετὰ μέλουςδιὸ καὶ οὐδ' ὁ στίχος κεῑται ἐν τῇ στοιχήσει τέλειος, ἀλλὰ μέχρι τοῡ ἀπηχήματος τῆς λύρας στίζει τὴν ὁρμήν», Σχόλ. Διον. Θρ.).
Dictionary of Greek. 2013.