στοίχηση

στοίχηση
η / στοίχησις, -ήσεως, ΝΑ [στοιχώ]
νεοελλ.
σχηματισμός σε ευθεία γραμμή
αρχ.
η κατά τη μετρική τάξη διάταξη ποιητικού κειμένου σε στίχους («τινὰ ποιήματα οὐ μόνον ἐμμέτρως γέγραπται, ἀλλὰ καὶ μετὰ μέλους
διὸ καὶ οὐδ' ὁ στίχος κεῑται ἐν τῇ στοιχήσει τέλειος, ἀλλὰ μέχρι τοῡ ἀπηχήματος τῆς λύρας στίζει τὴν ὁρμήν», Σχόλ. Διον. Θρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετράδα — η / τετράς, άδος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράς Α νεοελλ. 1. σύνολο τεσσάρων όμοιων πραγμάτων («μια τετράδα ποτήρια») 2. (στη γυμναστική) στοίχος από τέσσερα άτομα («στοίχηση κατά τετράδες») 3. βιολ. α) (γενικά) το σύνολο τών τεσσάρων κυττάρων που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”